κηπίδες

κηπίδες
κηπ-ίδες Νύμφαι, αἱ,
A garden-Nymphs, prob. in Aristaenet. 1.3.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κηπίδες — κηπίδες, αἱ (Α) φρ. «κηπίδες Νύμφαι» οι Νύμφες τών κήπων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κῆπος + κατάλ. ις / ίδος (πρβλ. αγρ ίς, σαρων ίς)] …   Dictionary of Greek

  • κήπος — Η τροποποίηση των φυσικών χαρακτηριστικών του εδάφους, σύμφωνα με ένα προκαθορισμένο σχέδιο και με τελικό σκοπό την επίτευξη ενός ευχάριστου στην όψη αισθητικού αποτελέσματος. Πραγματοποιείται με την εγκατάσταση χλοοταπήτων, καλλωπιστικών δέντρων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”